ακρον
101λόβιο — και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός] μικρός λοβός νεοελλ. 1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού 2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους… …
102μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… …
103νεοχμός — νεοχμός, όν (Α) 1. (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ο καινούργιος, ο νεοφανής 2. (για φάρμακα) νωπός, φρέσκος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεοχμόν (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) νεωτερισμός, μεταρρύθμιση. επίρρ... νεοχμῶς… …
104ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …
105πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …
106πίπον — Α (κατά τον Ησύχ.) «άκρον» …
107πανδοξία — ἡ, Α [πάνδοξος] πλήρης, απόλυτη δόξα («ἔτσι δ ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον», Πίνδ.) …
108παρεμπήγνυμι — Μ 1. μπήγω κάτι κοντά ή χώνω περισσότερο («ἄλλου παρεμπήξαντος ἄκρον τό ξίφος», Πρόδρ.) 2. (παρακμ.) παρεμπέπηγα είμαι στερεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπήγνυμι «μπήγω»] …
109παχυακρία — η ιατρ. πάχυνση τών μαλακών μορίων τών άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachyacria < παχυ * + άκρον] …
110περίπτερος — η, ο / περίπτερος, ον, ΝΑ αρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών») αρχ. 1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα 2.… …