ακριβ
1χρυσαγόραστος — η, ο, Ν αυτός που αγοράζεται με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αγοραστός (< αγοράζω), πρβλ. ακριβ αγόραστος] …
1χρυσαγόραστος — η, ο, Ν αυτός που αγοράζεται με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αγοραστός (< αγοράζω), πρβλ. ακριβ αγόραστος] …