ακούστηκε
31μελισσολόι — το ιού 1. πλήθος μελισσών: Του επιτέθηκε ένα μελισσολόι. 2. το βουητό του μελισσιού: Ένα μελισσολόι ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια μας. 3. μτφ., μεγάλο και θορυβώδες πλήθος: Το μελισσολόι άρχισε να φωνάζει υβριστικά συνθήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
32ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33παραμέρισμα — το η ενέργεια του παραμερίζω, η απομάκρυνση από το μέσο στην άκρη, ο παραγκωνισμός: Το παραμέρισμα του πλήθους ακούστηκε σαν σάλαγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34ποδοβολή — ποδοβολή, η και ποδοβολητό, το κρότος βαδίσματος ή τρεξίματος ζώων ή ανθρώπων: Ακούστηκε μέσα στη νύχτα ποδοβολή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35σιγαστήρας — ο ειδική συσκευή για τον περιορισμό του θορύβου των μηχανών ή των όπλων: Το έγκλημα έγινε με πιστόλι που είχε σιγαστήρα και έτσι δεν ακούστηκε ο πυροβολισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36σκούξιμο — το 1. κραυγή γοερή: Το σκούξιμό της ακούστηκε από τους γείτονες. 2. δυνατή φωνή ζώου: Το γουρούνι, καθώς το έσφαζαν, έβγαζε ένα δυνατό σκούξιμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37σούρισμα — το σφύριγμα: Ακούστηκε ένα διαπεραστικό σούρισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)