Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακούγεται

  • 1 слышно

    слышно ακούγεται; не \слышно δεν ακούγεται; мне не \слышно δεν ακούω
    * * *

    не слы́шно — δεν ακούγεται

    мне не слы́шно — δεν ακούω

    Русско-греческий словарь > слышно

  • 2 лучше

    лучше 1. (сроен, ст. от хороший) καλύτερος 2. (сравн. ст. от хорошо) καλύτερα· здесь \лучше слышно εδώ ακούγεται καλύτερα· мне \лучше είμαι καλύτερα· тем \лучше τόσο το καλύτερο* \лучше бы... καλύτερα να...· \лучше не... καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι...
    * * *
    1. сравн. ст. от хороший 2. сравн. ст. от хорошо

    здесь лу́чше слы́шно — εδώ ακούγεται καλύτερα

    мне лу́чше — είμαι καλύτερα

    тем лу́чше — τόσο το καλύτερο

    лу́чше бы… — καλύτερα να…

    лу́чше не… — καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι…

    Русско-греческий словарь > лучше

  • 3 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 4 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 5 слыхить

    слыхй||ть
    несов разг ἀκούω:
    я ничего подобного не \слыхитьл τέτοιο πράγμα δέν ἔχω ξανακούσει· о нем давно́ ничего́ не \слыхить γιαυτόν δέν ἀκούγεται τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > слыхить

  • 6 чу

    επιφ. με σημ. άκου•, песня άκου, τραγούδι.
    (παρνθ. λ.) λένε, ακούγεται, διαδίδεται.

    Большой русско-греческий словарь > чу

См. также в других словарях:

  • ανάκουστος — και ανάκουγος, η, ο (Μ ἀνάκουστος) 1. αυτός που δεν ακούει, ο κουφός 2. αυτός που δεν ακούγεται 3. αυτός που ακούγεται για πρώτη φορά, πρωτάκουστος (συνήθως για να εκφράσει απορία και θαυμασμό, για καλό ή κακό) 4. αυτός, για τον οποίο δεν… …   Dictionary of Greek

  • αγροίκητος — η, ο 1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί 2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος 3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιχρονισμός — ο 1. (Γραμμ.) η χρήση ενός χρόνου με σημασία άλλου, π.χ. ἥκω (ενεστώς με σημασία παρακειμένου) 2. (Μουσ.) ο φθόγγος που ακούγεται σε ασθενές μέρος του μέτρου χωρίς όμως ν ακούγεται στο ισχυρό που ακολουθεί …   Dictionary of Greek

  • Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… …   Wikipedia

  • άκουτος — η, ο αυτός που δεν ακούγεται, ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεστωτ. θ. τού ρήμ. ακούω η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • ανάγροικος — η, ο [αγροικώ] 1. αυτός που δεν αγροικά, δεν υπακούει, ανυπάκουος, απειθής 2. ο μη κοινωνικός, ο δύστροπος 3. αυτός που δεν ακούγεται, αθόρυβος, σιωπηλός …   Dictionary of Greek

  • ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»