-
1 ακουστικός
[акустикос] εκ. слуховой, акустический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακουστικός
-
2 акустический
ακουστικόςηχητικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акустический
-
3 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
4 волновод
ο κυματοδηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волновод
-
5 газоанализатор
ο αναλυτής αερίων, ο ανιχνευτής αερίων, акустический - ακουστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоанализатор
-
6 звуковой
1. (физ., муз.) ηχητικόςακουστικός2. лингв. φθογγικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звуковой
-
7 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
8 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
9 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
10 шум
ο θόρυβ/οςο βόμβοςη βοήτο βουητό, το βούισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шум
-
11 акустический
аку́ст||и́ческийприл ἀκουστικός. -
12 слуховби
слух||овби́прил ἀκουστικός/ τής ἀκοής (относящийся к слуху):\слуховбиово́й нерв анат. τό ἀκουστικό νεῦρο· \слуховбиово́й аппарат а) анат. τό ὅρ-γανο τής ἀκοής· б) (для глухих) ἀκουστικό γιά βαρήκοους· ◊ \слуховбиовое окно́ ὁ φεγγίτης. -
13 акустический
[ακουστίτσισκιΐ] εκ. ακουστικός -
14 слуховой
[σλουχαβόϊ] εκ. ακουστικός -
15 акустический
[ακουστίτσισκιϊ] επ ακουστικός -
16 слуховой
[σλουχαβόϊ] επ ακουστικός -
17 акустический
επ.ακουστικός. -
18 слуховой
επ.ακουστικός•слуховой нерв το ακουστικό νεύρο•
слуховой аппарат α) ανατ. το όργανο της ακοής, β) τεχ. ακουστική συσκευή (για βαρύκοους).
См. также в других словарях:
ἀκουστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ακοή: Aκουστικός πόρος. – Aκουστικό νεύρο κτλ. 2. αυτός που διατηρεί ζωηρότερες τις ακουστικές παρά τις οπτικές παραστάσεις: Οι ακουστικοί τύποι είναι σπανιότεροι από τους οπτικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός αντικατοπτρισμός — Το φαινόμενο της ολικής ανάκλασης των ηχητικών κυμάτων. Είναι αντίστοιχο με τον συνηθισμένο οπτικό αντικατοπτρισμό … Dictionary of Greek
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
ακουστικός ταλαντωτής — Παλλόμενο αντικείμενο που παράγει ακουστικές ταλαντώσεις. Το κύμα που παράγει ο α.τ. έχει τέτοια συχνότητα ώστε να γίνεται αντιληπτό ως ήχος. Ο α.τ. ονομάζεται και ηχητικός ταλαντωτής … Dictionary of Greek
ακουστικός φλοιός — Τμήμα του εγκεφάλου, που δέχεται και ερμηνεύει τα σήματα από τα αφτιά … Dictionary of Greek
ἀκουστικά — ἀκουστικός of neut nom/voc/acc pl ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc/acc dual ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικώτερον — ἀκουστικός of adverbial comp ἀκουστικός of masc acc comp sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικῶν — ἀκουστικός of fem gen pl ἀκουστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικόν — ἀκουστικός of masc acc sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)