ακονίζω
51συνεπιθήγω — Α οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῑται τοῡ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»] …
52τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 …
53φιλοθήξ — θῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που συχνά ακονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο θήξ] …
54αναστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω άνοιγμα σαν στόμα: Στο σημείο εκείνο το πέλαγος αναστομώνεται. 2. (ιατρ.), ενώνω δύο αγωγούς (αιμοφόρα αγγεία, έντερα κτλ.): Ο γιατρός πέτυχε να αναστομώσει τα δύο αιμοφόρα αγγεία. 3. ακονίζω: Μερικά χειρουργικά… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55λιμάρω — λιμάρισα και λίμαρα, λιμαρισμένος, λειαίνω με λίμα, ακονίζω: Λιμάρισαν καλά όλες τις προεξοχές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56τροχίζω — τρόχισα, τροχίστηκα, τροχισμένος και τροχάω 1. ακονίζω κάτι σε ακονιστικό τροχό ή σε ακόνι: Τροχίζει τα ξυράφια του κουρέα. 2. μτφ., εξασκώ, κάνω κάποιον ή κάτι ικανό: Με το διάβασμα τρόχισε τη μνήμη του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)