ακονίζω

  • 41κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …

    Dictionary of Greek

  • 42νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43νεοθηγής — νεοθηγής, ές (Α) νεόθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ θηγής] …

    Dictionary of Greek

  • 44νεόθηκτος — νεόθηκτος, ον (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύ θηκτος] …

    Dictionary of Greek

  • 45ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 46οξύνω — (ΑΜ ὀξύνω) [οξύς] 1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω 2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ 3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, τό καθιστώ ξινό 4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο 5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή») β) …

    Dictionary of Greek

  • 47πάνθηκτος — ον, Μ (για ξίφος) ο πολύ οξύς, πάρα πολύ ακονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. νεό θηκτος] …

    Dictionary of Greek

  • 48παρακονώ — άω, Α 1. ακονίζω 2. τρίβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκονῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 49παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… …

    Dictionary of Greek

  • 50συγκαταθήγομαι — Α οξύνομαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθήγω «ακονίζω, τροχίζω»] …

    Dictionary of Greek