ακονίζω
21ακόνισμα — το [ακονίζω] όξυνση τής κόψης αιχμηρού αντικειμένου με την ακόνη, το τρόχισμα …
22ακόνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος 2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί 3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακονιστός < ακονίζω το αρκτικό α πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό τού τόνου] …
23αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …
24αντιθήγω — ἀντιθήγω (Α) ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου …
25αρτίθηκτος — ἀρτίθηκτος, ον (Μ) αυτός που ακονίστηκε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θηκτός < θήγω «ακονίζω»] …
26εξακονώ — ἐξακονῶ, άω (AM) [ακονώ] ακονίζω, τροχίζω …
27επακονώ — ἐπακονῶ, άω (Α) 1. παθ. ακονίζομαι 2. (με δοτ. προσ.) ακονίζω πάνω σε κάποιον ή εναντίον κάποιου …
28επιθήγω — ἐπιθήγω (Α) 1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.) 2. μτφ. διεγείρω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»] …
29ετερόθηκτος — ἑτερόθηκτος, ον (Μ) (για ξίφη) αυτός που έχει ακονισμένη τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θηκτός < θήγω «ακονίζω, οξύνω»)] …
30ευθηγής — εὐθηγής, ές (ΑΜ) αυτός που ακονίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θήγω «ακονίζω»] …