ακονίζω
11παραστομώ — όω, Μ κάνω κάτι οξύ, κοφτερό, ακονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …
12προκαταθήγω — Α ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»] …
13προσυποθήγω — Α ακονίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποθήγω «οξύνω, ακονίζω»] …
14συνθήγω — Α 1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο 2. παθ. συνθήγομαι μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] …
15υποθήγω — ΜΑ μτφ. προτρέπω, παροτρύνω κάπως αρχ. ακονίζω, τροχίζω κάτι σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θήγω «ακονίζω, οξύνω»] …
16ακονιστήρι — το [ακονίζω] όργανο με το οποίο εκτελείται το ακόνισμα, η ακόνη με τροχό …
17ακονιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) [ακονίζω] αυτός που ακονίζει με το ακόνι διάφορα όργανα, ο τροχιστής …
18ακονιστικός — ή, ό [ακονίζω] 1. ο κατάλληλος για ακόνισμα 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικά αμοιβή για το ακόνισμα …
19ακονιστός — ἀκονιστός, ή, ὸν (Μ) [ἀκονίζω] ο ακονισμένος, τροχισμένος …
20ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… …