Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακοή

  • 1 ακοή

    [акои] ουσ. Θ. слух, молва,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακοή

  • 2 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 3 слух

    α.
    1. ακοή• αυτί•

    ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•

    острый слух οξεία ακοή•

    это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.

    || μουσική αίσθηση, αυτί•

    играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•

    музыкальный слух μουσικό αυτί•

    хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.

    2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•

    циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•

    о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.

    εκφρ.
    на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•
    по -ам – ακουστά•
    я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•
    обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•
    ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται.

    Большой русско-греческий словарь > слух

  • 4 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 5 недостаток

    недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)
    * * *
    м
    1) ( нехватка) η έλλειψη, η ανεπάρκεια; το έλλειμα ( недостача)
    2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι

    недоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)

    Русско-греческий словарь > недостаток

  • 6 слух

    слух м 1) η ακοή 2) (молва) η φήμη, η διάδοση
    * * *
    м
    1) η ακοή
    2) ( молва) η φήμη, η διάδοση

    Русско-греческий словарь > слух

  • 7 чуткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче.
    1. λεπτός, οξύς•

    -ое ухо λεπτό αυτί (οξεία ακοή)•

    чуткий нос οξεία όσφρηση•

    чуткий нюх οξεία όσφρηση•

    чуткий слух οξεία ακοή.

    2. (τεχ.) ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές).
    3. πρόσχαρος• αβρός•

    чуткий подход λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς).

    εκφρ.
    чуткий сон – ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > чуткий

  • 8 слух

    (чувство) η ακοή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слух

  • 9 острый

    о́стр||ый
    прил ὀξύς, μυτερός, κοφτερός, αἰχμηρός / ἀκονισμένος (отточенный):
    \острыйые ка́мии οἱ μυτερές πέτρες· \острыйые когти τά γαμψά νύχια·
    2. перен (о зрении и т. ἡ.) ὀξύς:
    \острый слух ἡ ὀξεία ἀκοή· \острый ум τό ἀκονισμένο μυαλό·
    3. (на вкус \острый о блюде и т. п.) ὀξύς, δριμύς, δυνατός/ καυτερός, τσουχτερός (едкий)·
    4. (колкий, язвительный) δηκτικός, τσουχτερός:
    \острый на язык ἀνθρωπος μέ τσουχτερή γλωσσά· \острыйое словцо́ ἡ τσουχτερή κουβέντα· \острыйое замечание ἡ δηκτική παρατήρηση·
    5. (резкий, сильный) δριμύς, δυνατός, ὀξύς:
    \острыйая боль ὀξύς πόνος·
    6. (катастрофический, критический):
    \острый момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \острый недостаток ἡ ὀξεία ἀνεπάρκεια, ἡ μεγάλη Ελλειψη· \острыйая проблема τό ὀξύ πρόβλημα· ◊ \острый у́гол мат ἡ ὀξεία γωνία.

    Русско-новогреческий словарь > острый

  • 10 тонкий

    тонк||ий
    прил
    1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):
    \тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·
    2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:
    \тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·
    3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:
    \тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·
    4. (хитрый, ловкий) πονηρός:
    \тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > тонкий

  • 11 чуткий

    чу́т||кий
    прил
    1. (о слухе и т. п.) λεπτός:
    \чуткий сон ὁ ἐλαφρός ὑπνος· \чуткий слух ἡ λεπτή ἀκοή·
    2. перен (отзывчивый) εὐαίσθητος, λεπτός:
    \чуткийкое отношение ἡ φροντίδα.

    Русско-новогреческий словарь > чуткий

  • 12 слух

    [σλούχ] ουσ. α ακοή

    Русско-греческий новый словарь > слух

  • 13 слух

    [σλούχ] ουσ α ακοή

    Русско-эллинский словарь > слух

  • 14 изощрённый

    επ. από μτχ.
    λεπτός, εκλεπτυσμένος, οξύς•

    изощрённый ум οξύνοια•

    изощрённый слух οξεία ακοή.

    Большой русско-греческий словарь > изощрённый

  • 15 изощрить

    -ρί)
    -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изощренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ•

    память καλλιεργώ τη μνήμη•

    изощрить слух οξύνω την ακοή•

    изощрить ум εκλεπτύνω το πνεύμα•

    изощрить внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή.

    1. εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλλιεργούμαι.
    2. επιτηδεύομαι, επιδίδομαι μηχανεύομαι, σοφίζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. изощрить.
    1. βλ. изощриться.
    2. καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία.

    Большой русско-греческий словарь > изощрить

  • 16 лишить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шею
    ρ.σ.μ.
    στερώ, αποστερώ αφαιρώ•

    лишить свободы στερώ της ελευθερίας•

    лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    -возможности στερώ της δυνατότητας•

    лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•

    лишить наследства αποκληρώνω•

    лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.

    εκφρ.
    лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•
    лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).
    στερούμαι, χάνω•

    лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•

    лишить разума χάνω το λογικό•

    чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•

    доверия χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ).

    Большой русско-греческий словарь > лишить

  • 17 напрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω•

    напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•

    ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    2. μτφ. ενδυναμώνω•

    напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•

    напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•

    напрячь внимание εντείνω την προσοχή.

    1. εντείνομαι, τεντώνομαι.
    2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.
    3. μτφ. δυναμώνω.
    4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•

    лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.

    Большой русско-греческий словарь > напрячь

  • 18 насладить

    -ажу, -адишь
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγο|ς) ευφραίνω, τέρπω•

    насладить взор τέρπω την όραση•

    насладить слух музыкой ευφραίνω την ακοή με τη μουσική.

    ευφραίνομαι, τέρπομαι, ηδύνομαι, απολαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > насладить

  • 19 наслышка

    θ. (παλ. κ. απλ.) ακοή, άκουσμα• φήμη•

    я знаю его по -е τον έχω ακουστά•

    говорить о чём-н. по -е μιλώ για κάτι, όπως το άκουσα.

    Большой русско-греческий словарь > наслышка

  • 20 неслышный

    επ.
    ανεπαίσθητος στην ακοή• σιγανότατος, αθόρυβος•

    -ыми шагами με αθόρυβα βήματα.

    Большой русско-греческий словарь > неслышный

См. также в других словарях:

  • ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοή — hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοῆι — ἀκοῇ , ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖν — ἀκοή hearing fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖσι — ἀκοή hearing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl ἀκουή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»