ακμάζω

  • 91εξακμάζω — ἐξακμάζω (Α) [ακμάζω] παρακμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 92επακμάζω — (Α ἐπακμάζω) νεοελλ. ναυτ. «ο άνεμος επακμάζει» γίνεται διαρκώς σφοδρότερος, δυναμώνει αρχ. 1. φθάνω ή βρίσκομαι σε ακμή, σε άνθηση 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ύψιστη ανάπτυξη τών δυνάμεων μου 3. φθάνω σε μεγάλη ένταση, έξαψη 4. ακμάζω (δηλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 93επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 94ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …

    Dictionary of Greek

  • 95ευθηνώ — εὐθηνῶ, έω (Α) ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ευθενώ*] …

    Dictionary of Greek

  • 96ευτραφώ — εὐτραφῶ, έω (Α) [ευτραφής] τρέφομαι καλά, θάλλω, ακμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 97ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… …

    Dictionary of Greek

  • 98θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …

    Dictionary of Greek

  • 99θαλέθω — (Α) (ποιητ. τ. τού θάλλω) (Α) 1. ανθώ («θάμνος... έλαίης... θαλέθων», Ομ. Οδ.) 2. ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε από το θάλλω και κατά τα σε εθω ρ. (πρβλ. φλεγ έθω), τα οποία είναι υστερογενή. Η ανάπτυξη τού επιθήματος μπορεί να οφείλεται σε …

    Dictionary of Greek

  • 100θαλέω — (I) θαλέω (Α) (δωρ. τ.) βλ. θηλέω. (II) θαλέω (Α) θάλλω, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ (πρβλ. αόρ. έ θαλ ον) τού θάλλω] …

    Dictionary of Greek