ακμάζω

  • 111σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 112συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] …

    Dictionary of Greek

  • 113σφρίγω — Μ σφριγώ, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. σφριγῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 114τηλεθάω — Α 1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ. γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ.… …

    Dictionary of Greek

  • 115τριθαλλίαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλως τοῡ θάλλειν αἰτίαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + θάλλω «ακμάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 116υπακμάζω — Α ακμάζω, ανθώ μετά από άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 117υπερακμάζω — ΜΑ [ἀκμάζω] μσν. 1. έχω υπερβεί την ακμή τής ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.) αρχ. υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 118χλωρίζω — ΜΑ [χλωρός] έχω πρασινωπό χρώμα μσν. 1. ωχριώ, κιτρινίζω («χλωρίζειν ὑπὸ δέους», Νικ. Χων.) 2. μτφ. θάλλω, ανθώ, ακμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 119ανθώ — ανθώ, άνθησα, ανθισμένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ανθώ : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι του ενεστώτα σε ώ και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα. Θεωρούμε ότι στην περίπτωση του ανθώ και του …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 120ԴԻՊԻՄ — (եցայ, կամ պայ, մանաւանդ՝ դիպի, ին, էր, էին, եցաւ.) NBH 1 0626 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c ἁναβαίνω, συμβαίνω, ἁκμάζω evenio, accido, contingo Դէպ լինել. ի դէպ գալ. դիպուածով ընդ առաջ ելանել.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)