ακμάζω

  • 101λουλουδίζω — και λουλουδιάζω (Μ λουλουδίζω και λουλουδιάζω) 1. βγάζω λουλούδια, ανθίζω, θάλλω 2. γίνομαι όμορφος σαν το λουλούδι νεοελλ. 1. βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση, ακμάζω 2. κάνω κάτι να ανθήσει, συντελώ στην άνθηση …

    Dictionary of Greek

  • 102ξαναπρασινίζω — 1. πρασινίζω ξανά 2. μτφ. ακμάζω ξανά, αναθάλλω («αν η νιότης μια βολά διαβεί και μάς αφήσει, πλια της σ εμάς δεν στρέφεται να ξαναπρασινίσει», Σουμμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 103ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… …

    Dictionary of Greek

  • 104παρακμάζω — ΝΑ 1. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, χάνω την ακμή, τη δύναμη, τη ζωτικότητα ή την αξία μου, φθίνω, μαραίνομαι, ξεπέφτω αρχ. μτφ. α) (για άνεμο) κοπάζει η ορμή μου, καταπέφτω, παύω β) (για ψυχικά πάθη) εξασθενίζω, μειώνομαι («ὅταν παρακμάσῃ… …

    Dictionary of Greek

  • 105περισφριγώ — άω, Α είμαι ολόγυρα ή καθ υπερβολήν γεμάτος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφριγῶ «είμαι γεμάτος σφρίγος, ακμάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 106πολυθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ 2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θάλμιος (< *θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο θάλμιος, ζω θάλμιος] …

    Dictionary of Greek

  • 107πολυθενία — ἡ, Α η ευθένεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θενία < θ. θεν τού εὐ θενῶ «είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω» (βλ. λ. ευθενώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 108προσανατρέχω — Α 1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω 2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν 2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῑς οὐσίαις», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 109προσανθώ — έω, Α 1. ανθώ, θάλλω, ακμάζω επί πλέον 2. προσδίδω λάμψη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνθῶ «ανθίζω, ευημερώ, λάμπω»] …

    Dictionary of Greek

  • 110σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …

    Dictionary of Greek