ακερσεκομης
1ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
2Ἀκερσεκόμης — masc nom sg …
3ἀκερσεκόμης — with unshorn hair masc nom sg (epic) …
4Akersekomhs — Ἀκερσεκόμης, ου, ist ebenfalls ein Beyname des Apollo, allein, auch mit vorhergehendem in der Abstammung und Bedeutung einerley. Cf. Hesych. in Ἀκερσεκόμης. Gyrald. Synt. VII. p. 244 …
5ἀκερσεκόμαι — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (epic doric aeolic) …
6Ἀκερσεκόμην — Ἀκερσεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) …
7ἀκερσεκόμην — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) …
8Ἀκερσεκόμου — Ἀκερσεκόμης masc gen sg …
9ἀκερσεκόμου — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg (epic) …
10Ἀκερσεκόμῃ — Ἀκερσεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) …