ακίνδυνος
1ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… …
2ἀκίνδυνος — ἀκίνδῡνος , ἀκίνδυνος free from danger masc/fem nom sg …
3ακίνδυνος — η, ο επίρρ. α χωρίς κίνδυνο, ασφαλής: Τώρα πια θεωρούσε το ζώο αυτό ακίνδυνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ακίνδυνος, Γρηγόριος — (Πρίλαπος Μακεδονίας 1300; – 1349;). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο στο Άγιον Όρος και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε ενεργό μέρος στην έριδα του Ησυχασμού που συντάραζε τότε… …
5ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg …
6ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …
7ακινδυνώδης — ἀκινδυνώδης, ες (Α) [ἀκίνδυνος] αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος …
8ἀκινδυνοτέρα — ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc/acc comp dual ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
9ἀκινδυνοτέρας — ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem acc comp pl ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
10ἀκινδυνοτέρων — ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp pl ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger masc/neut gen comp pl …