αισυλος
1αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… …
2αἴσυλος — unseemly masc/fem nom sg …
3αἴσυλον — αἴσυλος unseemly masc/fem acc sg αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc sg …
4αἴσυλα — αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc pl …
5αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… …
6αισυλοεργός — αἰσυλοεργός, όν (Α) αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσυλος + εργός < ἔργον] …
7παναίσυλος — παναίσυλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»] …
8au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… …