αισι
1αἷσι — ὅς yas fem dat pl …
2επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… …
3ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …
4αἰκίαισι — αἰκί̱αισι , αἰκία insulting treatment fem dat pl (epic ionic aeolic) …
5αἶσ' — αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl αἶσι , αἶσις fem voc sg …
6θαλασσαίαισι — θαλασσαί̱αισι , θαλασσαῖος dyed purple fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7Θηβαίαισι — Θηβαί̱αισι , Θηβαῖος to Thebes fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8κρηναίαισι — κρηναί̱αισι , κρηναῖος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9παντοίαισι — παντοί̱αισι , παντοῖος of all sorts fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10ποίαισι — πόα grass fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ποί̱αισι , ποῖος of what kind? fem dat pl (epic ionic aeolic) …
- 1
- 2