αιξ

  • 121αιγωπός — αἰγωπός, όν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει μάτια όμοια με τής κατσίκας 2. (για μάτια) ο όμοιος με τα μάτια τής κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ωπὸς < ὄπωπα, ὄψ) …

    Dictionary of Greek

  • 122αιγόδορος — αἰγόδορος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από δέρμα κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + δορος < δορά «δέρμα ζώου»] …

    Dictionary of Greek

  • 123αιγόθριξ — ( τριχος), ο, η ο αιγότριχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + θρίξ η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο τής λ. επενδύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 124αιγόκερας — το (Α αἰγόκερας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + κέρας, το] …

    Dictionary of Greek

  • 125αιγόκερως — ( ω) και μεταγενέστερα ( ωτος), ο (Α αἰγόκερως) (Α και ως επίθ. ως, ων) ως ουσ. αστερισμός τού ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως* αρχ. ως επίθ. αυτός που έχει κέρατα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] …

    Dictionary of Greek

  • 126αιγόλεθρος — αἰγόλεθρος, ο (Α) φυτό που ταυτίζεται με το είδος Rododendron ponticum τού γένους Ροδόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + ὄλεθρος] …

    Dictionary of Greek

  • 127αιγόστασις — αἰγόστασις, η (Α) μάντρα κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + στάσις < ἵστημι] …

    Dictionary of Greek

  • 128αιγότριψ — αἰγότριψ ( ιβος), ο, η (Α) αυτός που έχει πατηθεί από κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. αἴξ γὸς + τριψ < τρίβω] …

    Dictionary of Greek