αιξ

  • 111αιγοδίωξ — αἰγοδίωξ ( ωκος), ο (Α) αυτός που καταδιώκει, κυνηγάει κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + διώκω] …

    Dictionary of Greek

  • 112αιγοθήρας — αἰγοθήρας, ο (Α) αυτός που κυνηγάει άγριες κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + θήρας < θήρα ή θηρῶ ( άω). ΠΑΡ. αρχ. αἰγοθηρικός] …

    Dictionary of Greek

  • 113αιγοκέφαλος — ο (Α αἰγοκέφαλος) νεοελλ. ως επίθ. γιδοκέφαλος, κατσικοκέφαλος αρχ. ως ουσ., ίσως το είδος κουκουβάγιας Strix otus. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + κεφαλή] …

    Dictionary of Greek

  • 114αιγομελής — αἰγομελής, ές (Α) αυτός που έχει μέλη τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + μελὴς < μέλος] …

    Dictionary of Greek

  • 115αιγονομεύς — αἰγονομεύς, ο (Α) αιγοβοσκός, γιδάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + νομεὺς «βοσκός» < νέμω] …

    Dictionary of Greek

  • 116αιγοπίθηκος — αἰγοπίθηκος, ο (Μ) πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + πίθηκος] …

    Dictionary of Greek

  • 117αιγοπώγων — ( ωνος), ο αυτός που έχει γένια όμοια με τής κατσίκας, τραγογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + πώγων] …

    Dictionary of Greek

  • 118αιγοσκελής — αἰγοσκελής, ὲς (Μ) αυτός που έχει σκέλη κατσίκας (ο Παν). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + σκελὴς < σκέλος] …

    Dictionary of Greek

  • 119αιγοφάγος — Προσωνυμία της θεάς Ήρας, με την οποία λατρευόταν σε ιερό της Σπάρτης, το οποίο ίδρυσε ο Ηρακλής. Η μυθολογία αναφέρει ότι η Ήρα δεν είχε καλές σχέσεις με τον Ηρακλή επειδή ήταν νόθος γιος του συζύγου της Δία. Επειδή όμως η θεά δεν εναντιώθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 120αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… …

    Dictionary of Greek