αιξ

  • 101αιγελάτης — αἰγελάτης, ο (Α) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ελάτης < ἐλαύνω] …

    Dictionary of Greek

  • 102αιγιάζω — αἰγιάζω (Α) [αἴξ] «κατσικολογώ», μιλώ για κατσίκες …

    Dictionary of Greek

  • 103αιγιβάτης — αἰγιβάτης, ο (Α) (λέγεται για τράγους και για τον τραγοπόδαρο Πάνα) αυτός που βατεύει τις κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βάτης βαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 104αιγιβότης — αἰγιβότης, ο (Α) 1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες 2. ο αιγίβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βότης < βόσκω] …

    Dictionary of Greek

  • 105αιγικός — ή, ό (Α αἰγικός, ή, ὸν) [αἴξ] αυτός που προέρχεται από κατσίκα, γιδήσιος …

    Dictionary of Greek

  • 106αιγινόμος — αἰγινόμος, ον (και αἰγονόμος) (Α) αυτός που βόσκει κατσίκες, ο αιγοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νόμος < νέμω, «βόσκω»] …

    Dictionary of Greek

  • 107αιγιπάστας — ο λέξη τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «ποιμένας», «γιδοβοσκός» (ai ki pa ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + *πάστας < ρ. *πάταμι (πρβλ. ρ. πα πτ αίνω, «βλέπω προσεκτικά, επιτηρώ»)] …

    Dictionary of Greek

  • 108αιγιπόδης — αἰγιπόδης, ο (Α) γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πόδης < πούς, δός] …

    Dictionary of Greek

  • 109αιγοβάτης — αἰγοβάτης, ο (Α) ο βατευτής αιγών, αιγιβάτης* (λέγεται και για γιδοβοσκό Ανθ. Παλ. 12, 41). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + βάτης < βαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 110αιγοβοσκός — ο (Α αἰγοβοσκός) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + βοσκός < βόσκω] …

    Dictionary of Greek