αιθρηγενετης
1αιθρηγενέτης — αἰθρηγενέτης, ο (Α) αυτός που γεννήθηκε στην αιθρία, στον καθαρό ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθρη + γενέτης < γίγνομαι] …
2αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg …
3αιθρηγενής — αἰθρηγενής, ές (Α) ο αιθρηγενέτης …
4κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …