αιδώς

  • 71λεχώς — λεχώς, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λεχώ, κατά τα θηλ. ουσ. σε ώς (αἰδώς, ἠώς κ.λπ.)] …

    Dictionary of Greek

  • 72νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …

    Dictionary of Greek

  • 73παναίδοιος — παναίδοιος, οίη, ον (Α) άξιος κάθε σεβασμού, πανσεθάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰδοῖος (< αἰδώς «σεβασμός»)] …

    Dictionary of Greek

  • 74πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …

    Dictionary of Greek

  • 75πόσε — Α επίρρ. προς ποιο μέρος, προς τα πού; («αἰδώς, ὦ Λύκιοι, πόσε φεύγετε;» Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θέμα τών ερωτηματικών αντωνυμιών και επιρρμ. πο με δυσερμήνευτη κατάλ. σε (βλ. λ. πο )] …

    Dictionary of Greek

  • 76ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 77σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …

    Dictionary of Greek

  • 78σπόριμος — η, ο / σπόριμος, ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, ίμη, ον, θηλ. ποιητ. και ίμα, Α [σπόρος] 1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν. γ. «σπορίμοιο δι αὔλακος», Θεόκρ.) 2. (για σπόρο ή φυτό)… …

    Dictionary of Greek

  • 79σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… …

    Dictionary of Greek

  • 80τσίπα — η, Ν 1. λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι 2. κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών και, ιδίως, τού γάλατος («το καλό γάλα κάνει τσίπα») 3. λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα εντόσθια τών ζώων 4. λεπτός υμένας που απομένει μερικές φορές… …

    Dictionary of Greek