αιδώς

  • 61αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …

    Dictionary of Greek

  • 62αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …

    Dictionary of Greek

  • 63γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …

    Dictionary of Greek

  • 64γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 65ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 66θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] …

    Dictionary of Greek

  • 67κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …

    Dictionary of Greek

  • 68καταιδούμαι — καταιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για όποιον εκτιμώ και σέβομαι για την ηλικία ή την αρετή του) ντρέπομαι πάρα πολύ, φοβάμαι 2. ενεργ. καταιδῶ καταισχύνω, ντροπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰδοῦμαι «σέβομαι, ντρέπομαι» (< αἰδώς)] …

    Dictionary of Greek

  • 69κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 70κυναίδης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν ἀναιδής». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αιδής (< αἰδώς), πρβλ. αν αιδής] …

    Dictionary of Greek