αιδώς
51АРЕТЕ — ΑΡΕΤΕ (греч. ἀρετή), добродетель; однако перевод арете русской «добродетелью» не отражает исходного значения арете: собранность, слаженность, пригодность (тот же корень в слове гармония; ср. у D. L. VIII 33 высказывание Пифагора о том, что… …
52Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …
53αίδομαι — αἴδομαι (Α) ποιητικός τύπος τού αἰδοῡμαι*, αλλά πολύ αρχαιότερός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ais «σέβομαι, τιμώ, λατρεύω» (πρβλ. γερμ. Εhre «τιμή» < αρχ. άνω γερμ. era). Η οδοντική… …
54αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …
55αιδημοσύνη — η (Α αἰδημοσύνη) [αἰδήμων] αιδώς, συστολή, σεμνότητα …
56αιδοίος — αἰδοῑος, α, ον (Α) 1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός 2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας 3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος 4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός,… …
57αιδοσύνη — αἰδοσύνη, η (Μ) [αἰδώς] η αιδημοσύνη* …
58αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι …
59αιδόφρων — αἰδόφρων, ( ονος), ον (Α) 1. αυτός που δείχνει σεβασμό προς κάποιον 2. πράος, ευσπλαχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδὼς + φρων < φρήν] …
60αιδώ — (I) αἰδώ, η (Α) η αιδώς*. (II) αἰδῶ, ( έω) (Α) βλ. αιδούμαι …