-
1 майка
-
2 форма
форма ж 1) (вид) η μορφή, το σχήμα 2) (одежда) η στολή; спортивная \форма η αθλητική στολή ◇ быть в \формае είμαι σε (или στη) φόρμα* * *ж1) ( вид) η μορφή, το σχήμα2) ( одежда) η στολήспорти́вная фо́рма — η αθλητική στολή
••быть в фо́рме — είμαι σε ( или στη) φόρμα
-
3 федерация
η ομοσπονδίαспортивная - αθλητική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > федерация
-
4 обозревательенне
обозреватель||еннес1. (в печати и т. п.) ἡ ἀνασκόπηση[-ις], ἡ ἐπισκόπηση [-ις]:международное \обозревательеннеение ἡ διεθνής ἐπισκόπηση· спортивное \обозревательеннеение ἡ ἀθλητική ἀνασκόπηση· литературное\обозревательеннеение ἡ λογοτεχνική ἀνα-σκόπηση [-ις]·2. театр. ἡ ἐπιθεώρηση [-ις]. -
5 парад
парадλ ι, ἡ παρέλαση [-ις] / ἡ παράτα (тж. воен.)· физкультурный \парад ἡ ἀθλητική παρέλα-η.2. перен:быть в полном параде εἶμαι μέ τή μεγάλη στολή. -
6 разрядник
разрядникм спорт. ὁ ἔχων ἀθλητική κατηγορία. -
7 спартакиада
спартакиадаж спорт. ἡ Σπαρτακιάδα (αθλητική γιορτή). -
8 физкультурный
физкульту́р||ныйприл ἀθλητικός:\физкультурныйный парад ἡ ἀθλητική παρέλαση. -
9 разрядник
[ραζργιάντνικ] ουσ. α (σπορ) ο έχων αθλητική κατηγορία -
10 разрядник
[ραζργιάντνικ] ουσ α (σπορ) ο έχων αθλητική κατηγορία -
11 атлетический
επ.αθλητικός•-и е упражнения αθλητικές ασκήσεις•
-ое телосложение αθλητική διάπλαση του σώματος, αθλητικό σώμα.
-
12 костюм
-а α.1. κοστούμι, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά•национальный εθνική ενδυμασία•
спортивный костюм αθλητική στολή•
маскарадный костюм αποκριάτικη φορεσιά•
штатский костюм πολιτική περιβολή•
купальный костюм μαγιό.
2. ταγιέρ.εκφρ.в -е Адама – με ένδυμα Αδάμ (γυμνός)•в -е Евы – με φορεσιά της Εύας (γυμνή). -
13 победа
-ы θ.νίκη•блестящая победа λαμπρή νίκη•
победа над врагом νίκη κατά του εχθρού•
спортивная победа αθλητική νίκη•
торжествовать(праздновать) -у πανηγυρίζω (γιορτάζω) τη νίκη•
одержать -у κατάγω νίκη νικώ.
|| επιτυχία•επιτυχίες στην παραγωγή. || κατάκτηση (γυναίκας από άντρα ή και αντίθετα).εκφρ.пиррова победа – νίκη του Πύρρου (καταστροφική νίκη). -
14 спортивный
επ.αθλητικός•-ая ходьба αθλητικό βάδισμα•
спортивный костюм αθλητική στολή.
-
15 физкультурный
επ.αθλητικός•физкультурный парад αθλητική παρέλαση.
|| της γυμναστικής•физкультурный зал αίθουσα γυμναστικής.
См. также в других словарях:
ἀθλητικῇ — ἀθλητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητική — ἀθλητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΑΕΚ — (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως). Αθλητικός σύλλογος (σήμερα έχει εταιρικό χαρακτήρα), με σημαντικές διακρίσεις, ιδίως στον ομαδικό αθλητισμό. Η προϊστορία της πρέπει να αναζητηθεί στη δράση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της… … Dictionary of Greek
Olympiacos CFP — Not to be confused with Olympiakos Nicosia, the sports club based in Cyprus Olympiacos C.F.P Full Name Olympiakos Club of Fans of Piraeus Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς Official Emblem … Wikipedia
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
AEL Limassol — Infobox Football club clubname = Αθλητική Ένωσις Λεμεσού fullname = Αθλητική Ένωσις Λεμεσού Athletic Union of Lemesos nickname = Λέοντες (Lions), ΙΣΟΒΙΤΕΣ, Originals founded = 1930 hometown = Limassol, Cyprus ground = Tsirion Stadium capacity =… … Wikipedia
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
AEK Larnaca — Infobox football club clubname = AEK Larnaca fullname = Athletiki Enosi Kition el. Αθλητική Ένωση Κίτιον nickname = Κιτρινοπράσινοι (The Green Yellows) founded = 1994 ground = Neo GSZ Stadium, Larnaca, Cyprus capacity = 14,000 chairman =… … Wikipedia
AEP Paphos FC — Infobox football club clubname = AE Paphos fullname = Athletiki Enosi Paphos el. Αθλητική Ένωση Πάφος Athletic Union Paphos nickname = Πάφος founded = 2000 ground = Pafiako Stadium, Pafos, Cyprus capacity = 10,000 chairman = flagicon|Cyprus… … Wikipedia