αθαύμαστος
1αθαύμαστος — αθαύμαστος, η, ο και αθάμαστος, η, ο και αθάμαχτος, η, ο 1. αυτός που δε θαυμάζει: Καθόταν κι έβλεπε αθαύμαστος. 2. αυτός που δεν τον θαυμάζουν: Αν πετύχαινε κι αυτή τη φορά, έλπιζε πως δε θα μενε αθαύμαστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀθαύμαστος — not wondering at masc/fem nom sg …
3αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …
4ἀθαυμάστως — ἀθαύμαστος not wondering at adverbial ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl (doric) …
5ἀθαύμαστον — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc sg ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc sg …
6ἀθαυμάστου — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut gen sg …
7ἀθαυμάστους — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl …
8ἀθαυμάστῳ — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut dat sg …
9ἀθαύμαστα — ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc pl …
10ἀθαύμαστοι — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2