αθέτηση
21καταπάτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταπατώ, τσαλαπάτηση, ποδοπάτημα: Από την καταπάτηση που του γινε έχασε το ένα του παπούτσι. 2. οικειοποίηση ξένου εδάφους: Έκαμε καταπάτηση του οικοπέδου. 3. παράβαση, αθέτηση: Έκαμε καταπάτηση της… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22παράβαση — η το να παραβαίνει κανείς νόμο, διάταξη, κανόνα, λόγο, υπόσχεση, αλλ. παραβίαση, αθέτηση: Από τα πειθαρχικά αδικήματα του δημόσιου υπαλλήλου είναι και η παράβαση του καθήκοντος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23παρασπονδία — η αθέτηση συμφωνίας, παράβαση συνθήκης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25υπαναχώρηση — η 1. βαθμιαία υποχώρηση, οπισθοχώρηση με τρόπο. 2. μτφ., αποκήρυξη ιδεών, αναίρεση αυτού που ειπώθηκε. 3. (νομ.), μονομερής διάλυση συμφωνίας που γίνεται από ένα συμβαλλόμενο, αθέτηση συμφωνίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)