αθέτηση

  • 11καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 12παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …

    Dictionary of Greek

  • 13παραβατικός — ή, όν, Α [παραβατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση 2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας. επίρρ... παραβατικῶς Α φρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 14παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία …

    Dictionary of Greek

  • 15τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …

    Dictionary of Greek

  • 16υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… …

    Dictionary of Greek

  • 17ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …

    Dictionary of Greek

  • 18Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …

    Dictionary of Greek

  • 19Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 20επιορκία — η η καταπάτηση όρκου που δόθηκε, αθέτηση υποσχέσεων που δόθηκαν με όρκο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)