-
1 αθέμιτος
[атэмитос] εκ. противозаконный, непозволительный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθέμιτος
-
2 незаконный
-
3 беззаконный
беззако́н||ныйприл ἀνομος, παράνομος, ἀθέμιτος. -
4 недоесть
недоестьсов δέν χορταίνω φαί. недозволенный прил ἀπαγορευμένος, ἀθέμιτος / παράνομος (незаконный). -
5 незаконный
незаконныйприл ἀνομος, παράνομος, ἀθέμιτος / νόθος (о ребенке). -
6 недозволенный
επ.απαγορευμένος, ανεπίτρεπτος• αθέμιτος•дозволенные и -ые средства θεμιτά κα αθέμιτα μέσα.
-
7 нелояльный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαθέμιτος• παράνομος• αντικανονικός• μη νομιμόφρονος.
См. также в других словарях:
αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… … Dictionary of Greek
ἀθέμιτος — ἄθεμις lawless masc/fem gen sg ἀθέμιστος unlawful masc/fem nom sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέμιτος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται αντίθετα από το νόμο, αντίθετα από τα καθιερωμένα: Οι σχέσεις που είχαν ήταν αθέμιτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… … Dictionary of Greek
ἀθεμιτώτερον — ἀθέμιστος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιτος unlawful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθέμιτος — παναθέμιτος, ον (Μ) εξ ολοκλήρου αθέμιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀθέμιτος] … Dictionary of Greek
ἀθεμίτως — ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc pl (doric) ἀθέμιτος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέμιτον — ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Avdeliodis — Dimos Avdeliodis (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης; * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität… … Deutsch Wikipedia
Dimos Avdeliodis — (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης, * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität Athen,… … Deutsch Wikipedia
άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] … Dictionary of Greek