Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αθέμιτος

См. также в других словарях:

  • αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… …   Dictionary of Greek

  • ἀθέμιτος — ἄθεμις lawless masc/fem gen sg ἀθέμιστος unlawful masc/fem nom sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέμιτος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται αντίθετα από το νόμο, αντίθετα από τα καθιερωμένα: Οι σχέσεις που είχαν ήταν αθέμιτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… …   Dictionary of Greek

  • ἀθεμιτώτερον — ἀθέμιστος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιτος unlawful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθέμιτος — παναθέμιτος, ον (Μ) εξ ολοκλήρου αθέμιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀθέμιτος] …   Dictionary of Greek

  • ἀθεμίτως — ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc pl (doric) ἀθέμιτος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέμιτον — ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Avdeliodis — Dimos Avdeliodis (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης; * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimos Avdeliodis — (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης, * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität Athen,… …   Deutsch Wikipedia

  • άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»