-
1 немеркнущий
немеркнущ||ийприл ἀσβηστος / перен ἀθάνατος (бессмертный)/ ἀειθαλής (неувядаемый):\немеркнущий свет τό ἄσβηστο φως· \немеркнущийая слава ἡ ἀθάνατη δόξα -
2 бессмертный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαθάνατος, αιώνιος•бессмертный подвиг αθάνατο κατόρθωμα•
-ая слава αθάνατη δόξα.
-
3 вечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αιώνιος, αθάνατος•-ая память αιώνια η μνήμη•
-ая слава αθάνατη δόξα.
2. διαρκής, συνεχής, διηνεκής• ατέλειωτος, παντοτινός•-ое владение παντοτινή κτήση•
-ые ссоры ατέλειωτες φιλονικίες.
3. ισόβιος•-ая каторга ισόβια κάτεργα.
εκφρ.- ое перо – ο στυλός (μεγάλης διαρκείας). -
4 вовек
κ. вовеки, επίρ.1. αιώνια, για πάντα, παντοτινά.2. ποτέ, ουδέποτε•-его слава не умрет η δόξα του θα είναι (θα μείνει) αθάνατη.
εκφρ.во веки веков – στους αιώνες των αιώνων, στους αιώνες τους άπαντες. -
5 немеркнущий
επ.άσβηστος•немеркнущий факел άσβηστη δάδα•
-ая слива αιώνια (αθάνατη, άφθιτη) δόξα•
-ее сияние άσβηστη λάμψη ή ακτινοβολία.
-
6 неувядаемый
επ., βρ: -аем, -а, -о (κυρλΕ... κ. μτφ.) αμάραντος, ανθηρός, θαλερός•-ая роза αμάραντο τριαντάφυλλο•
-ая красота αμάραντη ομορφιά•
-ая слава άφθιτη (αθάνατη) δόξα.
См. также в других словарях:
ἀθανάτη — ἀθάνατος undying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτῃ — ἀθάνατος undying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ … Deutsch Wikipedia
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Alki Larnaca FC — Infobox football club clubname = Alki Larnaca fullname = Alki Larnaca Αλκή Λάρνακα nickname = Αθανατη (Immortal) founded = 1948 ground = Ammochostos Stadium, Larnaca, Cyprus capacity = 4,000 chairman = flagicon|Cyprus Demetris Phantousis manager … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Surnom des clubs de football — Les équipes de clubs de football possèdent souvent un surnom, renforçant l identité du club. Pour la plupart, le surnom a un rapport avec la couleur du maillot ou à l économie locale. Les équipes nationales possèdent également des surnoms relatif … Wikipédia en Français
Alki Larnaca FC — Alki Larnaca Nombre completo Alki Larnaca Αλκή Λάρνακα Apodo(s) Αθανατη (Inmortal) Fundación 1948 (63 años) Capacidad 4.000 … Wikipedia Español