αθάνατη

  • 21Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ηροφίλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντισσα που επονομαζόταν Σίβυλλα. Στάθηκε κάποτε σε μια πέτρα των Δελφών και άρχισε να απαγγέλλει χρησμούς σε εξάμετρους στίχους. Από κάποιους στίχους (που έσωσε ο Παυσανίας) φαίνεται πως γεννήθηκε στη Μάρπησσο, πόλη της …

    Dictionary of Greek

  • 23Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 24Όλντμαν, Γκάρι — (Gary Oldman, Λονδίνο 1958 –). Βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης. Από τα μεγάλα ταλέντα της υποκριτικής στην γενιά του σπούδασε Θέατρο και Καλές Τέχνες στο Λονδίνο και σχεδόν παράλληλα με την αποφοίτησή του συνεργάστηκε με πλήθος θιάσων στο σανίδι …

    Dictionary of Greek

  • 25Ρομπ-Γκριγιέ, Αλέν — (Robbe Grillet, Βρέστη 1922). Γάλλος συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Με τα μυθιστορήματα Ο ταξιδιώτης (1957), Η ζήλεια (1975), το Στον λαβύρινθο (1959), Το σπίτι των ραντεβού (1965) και με μια σειρά δοκίμια, μεταξύ των οποίων και… …

    Dictionary of Greek

  • 26Σικελιανός, Άγγελος — Έλληνας ποιητής (Λευκάδα 1884 Αθήνα 1951). Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα (1900) για να σπουδάσει νομικά, εγκατάλειψε όμως γρήγορα τα σχέδιά του, γιατί τον κέρδισε η ποίηση. Μελέτησε με πάθος τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα τους… …

    Dictionary of Greek

  • 27Στράτων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος φιλόσοφος από τη Λάμψακο, γιος του Αρκεσίλαου, που άκμασε κατά τον 3o αι. π.Χ. Ο Σ. επιδόθηκε, παράλληλα με τη φιλοσοφία, και με τη μελέτη της φυσικής. Ο Σ. ήταν μαθητής του φιλόσοφου Θεόφραστου, τον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 28Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… …

    Dictionary of Greek

  • 29αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)