-
1 гадливый
гадли́в||ыйприл ἀηδιαστικός, βδελυρός, ἀπεχθής:\гадливыйое чувство αίσθημα ἀηδίας, αίσθημα ἀποστροφής. -
2 противный
проти́вн||ый Iприл (противоположный) ἐνάντιος, ἀντίθετος, ἀντικρυνός:\противныйая сторона юр. ὁ ἀντίδικος· в \противныйом случае σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει.противный IIприл (неприятный) σιχαμένος, ἀντιπαθητικός/ ἀηδιαστικός (тошнотворный)/ ἀντιπαθητικός (о человеке):\противный вид ἡ σιχαμένη δψη· у него \противныйое лицо τό πρόσωπο του εἶναι ἀντιπαθητικό· \противный запах ἡ ἀηδιαστική μυρωδιά, ἡ δυσοσμία. -
3 тошнотворный
тошно||творныйприл ἐμετικός/ перен ἀηδιαστικός. -
4 брезгливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσιχαμερός, αηδιαστικός•брезгливый человек σιχαμερός άνθρωπος•
брезгливый взгляд σιχαμερή ματιά.
-
5 гадливый
επ., βρ: -лив, -а, -оβρωμερός, συχαμερός, αηδιαστικός, απεχθής. -
6 мерзкий
επ.1. απεχθής, αηδιαστικός, σιχαμερός, απαίσιος.2. άθλιος, ελεεινός, αισχρός, αχρείος. -
7 мерзостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноσιχαμερός, αηδιαστικός. || μυσαρός, αποτροπιαστικός. -
8 неприглядный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαηδιαστικός, αποκρουστικός• σιχαμερός. -
9 нечисть
-и θ. αθρσ. (απλ.)1. πνεύματα ακάθαρτα (κακά, πονηρά), φαντάσματα, ξωτικά.2. μτφ. (για ζώα, ζωίδια, έντομα) αντιπαθητικός, αηδιαστικός, σιχαμερός.3. μτφ. (γι•α. ανθρώπους) βδελυρός, μυσαρός, επάρατος. -
10 омерзеть
-его, -ешьρ.σ. γίνομαι αηδιαστικός, σιχαμερός. -
11 омерзительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαηδιαστικός, σιχαμερός• αποτροπιαστικός•запах σιχαμερή μυρουδιά•
-ая погода βρω-μόκαιρος.
-
12 отвратительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. αποκρουστικός• δυσάρεστος•отвратительный запах δυσάρεστη οσμή.
2. αηδιαστικός, σιχαμερός• ελεεινός, άθλιος, αχρείος•-ая погода -άθλιος καιρός, παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος•
-ое поведение αισχρή διαγωγή.
-
13 приторный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιγουδιαστικός•-ое блюдо λιγουδιαστικό φαγητό•
-ая конфета λιγουδιαστική καραμέλα.
2. μτφ. παρατραβηγμένος, αηδιαστικός, άχαρος•-ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο•
-ые комплименты παρατραβηγμένα κοπλιμέντα.
-
14 тошнотворный
επ.1. εμετικός•тошнотворный запах εμετική μυρουδιά.
2. μτφ. αηδιαστικός, σιχαμερός, απέχθειος, απαίσιος•-ое зрелище απαίσιο Θεα\ια.
-
15 чистоплюй
-я α.1. φίλος της καθαριότητας μέχρι σχολαστικότητας ή αηδίας. || σιχαντερός, αηδιαστικός.2. φίλος της καθαρής δούλε ιάς.
См. также в других словарях:
αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
αηδιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί αηδία: Βρήκε το φάρμακο αηδιαστικό και δεν το παίρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγλυκος — και ανάγλυκος, η, ο [γλυκός] 1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός 2. άνοστος, αηδιαστικός … Dictionary of Greek
άσικχος — ἄσικχος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό 2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»] … Dictionary of Greek
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
αηδιάζω — 1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι 2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδία. ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός] … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
βδελυγμίας — βδελυγμίας, ο (Μ) [βδέλυγμα] αηδιαστικός, δύσοσμος … Dictionary of Greek
βδελυρός — ή, ό (AM βδελυρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί βδελυγμία, σιχαμένος, αηδιαστικός μσν. το αρσ. ως ουσ. ο βδελυρός ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βδελυρός (πιθ. αντί *βδελυλός) και βδελύσσομαι σχηματίστηκαν από θ. βδελυ που προήλθε πιθ. από το βδέω μέσω… … Dictionary of Greek
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
δυσχερής — ές (Α δυσχερής, ές) αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, δύσκολος αρχ. 1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικός («ἄλλην δ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.) 2. (για πράξη) μισητός 3. δυσάρεστος, δύσκολος 4. (για… … Dictionary of Greek