-
1 αετός
[аэтос] ουσ. а ор£лΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αετός
-
2 орёл
орла α.1. αετός —крикун αετός ο κράχτης ή σταυραετός —карлик αετός-νάνος.2. μτφ. προικισμένος με ανώτερες ιδιότητες, πλεονεκτήματα (ισχύ, τόλμη κλπ.).εκφρ.– βλ. орлянка. -
3 орёл
1. зоол. о αετός 2. стр. о Αετός (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орёл
-
4 подорлик
зоол. αετός ο φωνακλάς, ο λαγόφωνος αετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подорлик
-
5 орёл
-
6 скопа
зоол. πανδίων ο αλιαετός, ο ψαραετόςαετός ο βουτηχτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скопа
-
7 орел
орелм прям., перен ὁ ἀετός. -
8 орёл
[αριόλ] ουσ. α. αετός -
9 орёл
[αριόλ] ουσ. α. αετός -
10 орёл
[αριόλ] ουσ α αετός -
11 орёл
[αριόλ] ουσ α αετός -
12 вить
вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.1. πλέκω, συστρέφω•вить веревку πλέκω τριχιά•
вить венки πλέκω στεφάνια.
|| κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•
вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.
|| κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).εκφρ.вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•
плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•
вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.
2. στροβιλίζω•снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•
орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.
4. πλέκομαι, συστρέφομαι•веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.
-
13 двуглавый
-
14 крыло
-ά, πλθ. крылья-ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•
крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•
махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•
крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•
крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.
2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).5. πτέρυγα οικοδομής.6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.εκφρ.- лья носа – τα πτερύγια της μύτης•опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα. -
15 одноглавый
επ. одноглавый орл μονοκέφαλος αετός•-ая церковь μονόθολη (μονότρουλη) εκκλησία.
-
16 решётка
-и θ.1. κιγκλίδωμα σταυρωτό ή χιαστί.2. φράχτης με ράβδους, βέργες.3. σχάρα.4. διακόσμιση με τετράγωνίδια ή ρόμβους.5. (για νόμισμα)• τα γράμματα (η μια όψη)•орёл или -? κορώνα (αετός) ή γράμματα;
εκφρ.за -у посадить – βάζω στη φυλακή (πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα)•за -у сидеть, оказаться – κάθομαι, βρίσκομαι στη φυλακή.
См. также в других словарях:
αετός — αετός, ο και αϊτός, ο 1. το γνωστό σαρκοφάγο πουλί. 2. ο χαρταετός των παιδιών. 3. σημαία των Περσών και των ρωμαϊκών λεγεωνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
ἀετός — ἀ̱ετός , ἀετός eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀετὸς ἐν νεφέλαις. — ἀετὸς ἐν νεφέλαις. См. Не сули журавля в небе, а дай синицу в руки! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀετὸς μυίας οὐ θηρεύει. — См. Орел мух не ловит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αετός Δικέφαλος — Τίτλος εικονογραφημένου εγκυκλοπαιδικού περιοδικού. Κυκλοφόρησε το 1917 στην Αθήνα. Διευθυντής του ήταν ο Ρ. Λ. Κωστόπουλος … Dictionary of Greek
Αιγύπτιος Αετός — Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου με έδρα την Αλεξάνδρεια. Η εφημερίδα, για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, εκτός από τη μνεία της σε ημερολόγια της εποχής, ιδρύθηκε το 1865 και ήταν βραχύβια … Dictionary of Greek
αετώνω — [αετός] (στην Κρήτη) πετώ («πουλί δεν αετώνει», δεν πετά, δεν φαίνεται) … Dictionary of Greek
αἰετοῖς — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰετοῖσι — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰετοί — ἀετός eagle masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)