αεροπόρος
1ἀεροπόρος — traversing the air masc/fem nom sg …
2αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …
3αεροπόρος — ο 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την αεροπορία. 2. αυτός που υπηρετεί στην πολεμική αεροπορία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀεροπόρον — ἀεροπόρος traversing the air masc/fem acc sg ἀεροπόρος traversing the air neut nom/voc/acc sg …
5ἀεροπόρα — ἀεροπόρος traversing the air neut nom/voc/acc pl …
6ἀεροπόροι — ἀεροπόρος traversing the air masc/fem nom/voc pl …
7ἀεροπόρου — ἀεροπόρος traversing the air masc/fem/neut gen sg …
8ἀεροπόρους — ἀεροπόρος traversing the air masc/fem acc pl …
9ἀεροπόρων — ἀεροπόρος traversing the air masc/fem/neut gen pl …
10αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …