αεροπόρος

  • 31Πεγκού, Αντόλφ — (Pegoud, Μονφερά 1889 – Πετί Κρουά, Αλσατία 1915). Γάλλος αεροπόρος. Αφού υπηρέτησε αρκετά χρόνια ως αξιωματικός ιππικού στο Μαρόκο, αφοσιώθηκε στην αεροπορία. Το 1913 έπεσε για πρώτη φορά με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο και τον ίδιο χρόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 32Ριχτχόφεν, Μάνφρεντ φον — (Richthofen, 1892 – 1918). Γερμανός αεροπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο ιππικό και κατόπιν στο πεζικό, όπου ανδραγάθησε και τιμήθηκε με τον «Σιδηρούν Σταυρό». Λίγο αργότερα ζήτησε και πέτυχε να καταταγεί στην αεροπορία, όπου εκπαιδεύτηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 33ՕԴԱԳՆԱՑ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 1022 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c ա. ἁερόπορος aerius. Որ գնայ ընդ օդս. օդախաղաց. օդաթռիչ. օդապարիկ. օդային. արագաթռիչ. *Արագ, եւ օդագնաց: Թռչու՛ն եւ օդագնաց: Ոչ օդագնաց եղեալ: Ի յօդագնացից զցինն: Մի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)