αεροπόρος

  • 11Εξιπερί, Αντουάν ντε Σεντ — (Antoine de Saint Exupéry, Λιόν 1900 – 1944). Γάλλος αεροπόρος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως αεροπόρος και, μάλιστα, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους πιλότους νυχτερινών πτήσεων, αφού πραγματοποιούσε από το 1929 τακτικά νυχτερινά δρομολόγια… …

    Dictionary of Greek

  • 12Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …

    Dictionary of Greek

  • 13Λίντμπεργκ, Τσαρλς — (Charles Augustus Lindbergh, Ντιτρόιτ 1902 – 1974). Αμερικανός πρωτοπόρος αεροπόρος. Υπηρέτησε στην αρχή ως αξιωματικός της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας και από το 1926 εργάστηκε ως πιλότος της πολιτικής αεροπορίας στη γραμμή Σικάγο Σεντ… …

    Dictionary of Greek

  • 14аѥроходьныи — (1*) пр. Носящийся по воздуху. Зд. Мимолетный: не подобаеть вѣровати аероходнымъ сно(м). си бо нѣ(с) истина. но мысль блудна. ПрЮр XIV, 292б; ἀεροπόρος, ἀεροβάτης Срезн., I, 7 …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 15Christos Adamidis — in 1913 Born 1885 Ioannina …

    Wikipedia

  • 16Митралексис, Маринос — Маринос Митралексис греч. Μαρίνος Μητραλέξης Дата рождения 1920 год(1920) Место рождения …

    Википедия

  • 17Морайтинис, Аристидис — Аристидис Морайтинис Прозвище …

    Википедия

  • 18αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 19αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …

    Dictionary of Greek

  • 20αεροπορικός — ή, ό [αεροπόρος] 1. εκείνος που αναφέρεται ή ανήκει στην αεροπορία 2. επίρρ. αεροπορικώς με αεροπλάνο, διά τού αέρος …

    Dictionary of Greek