-
1 αεροδρόμιο
[аэродромио] ουσ. о. аэродром.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αεροδρόμιο
-
2 аэродром
-
3 аэродром
1. (совокупность лётного поля, ангаров, служб и т.п.) το αεροδρόμιο 2. (лётное поле) о αεροδιάδρομοςзапасной - βοηθητικός/εφεδρικός -вспомогательный - см. запасной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэродром
-
4 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
-
5 поле
1. (физ., мат.) το πεδίοсоздавать (магнитное электрическое) - δημιουργώ (μαγνητικό, ηλεκτρικό) -лётное - πτήσεων, το αεροδρόμιοсиловое - δυνάμεων, δυναμικό -2. (безлесная равнина) η πεδιάδα 3. (возделанный под посев участок земли) το χωράφι, ο αγρός 4 (обширное пространство чего-л.) το πεδίοτο γήπεδο5. (область, сфера чего-л.) το πεδίο 6. (в книге, тетради, рукописи и т.п.) το περιθώριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поле
-
6 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
7 аэродром
аэродромм τό ἀεροδρόμιο[ν]. -
8 аэропорт
аэропортм τό ἀεροδρόμιο[ν], ὁ ἀερολιμένας [-ήν]. -
9 летный
летн||ыйприл1. (годный для полета) εὐνοϊκός γιά πτήση:\летныйая погода ὁ εὐνοϊκός καιρός γιά πτήση·2. (относящийся к воздухоплаванию) ἀεροπορικός:\летныйая школа́ἡ ἀεροπορική σχολή· \летныйое дело ἡ ἀεροπορία, ἡ ἀεροναυτιλία· \летныйое поле τό ἀεροδρόμιο[ν], τό ἀεροπορικό γήπεδο· \летныйая площадка τό πεδίο ἀπογειώσεως. -
10 аэродром
[αεραντρόμ] ουσ. α. αεροδρόμιο -
11 аэропорт
[αεραπόρτ] ουσ. α. αεροδρόμιο -
12 аэродром
[αεραντρόμ] ουσ α αεροδρόμιο -
13 аэропорт
[αεραπόρτ] ουσ α αεροδρόμιο -
14 аэровокзал
-а α.αερολιμένας, αεροδρόμιο. -
15 аэродром
-а α.αεροδρόμιο. -
16 аэропорт
-а α.αερολιμένας, αεροδρόμιο. -
17 встретить
-ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встреченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. συναντώ, ανταμώνω, απαντώ, βλέπω, βρίσκω, εντυγχάνω•встретить на дороге συναντώ στο δρόμο•
я -ил его случайно τον αντάμωσα τυχαία.
2. υποδέχομαι, προύπαντώ, καλωσορίζω, δεξιούμαι•встретить гостей καλωσορίζω τους φιλοξενούμενους•
встретить на аэродроме делегацию υποδέχομαι στο αεροδρόμιο την αντιπροσωπεία.
|| υποδέχομαι•встретить насмешками υποδέχομαι με κοροϊδίες.
εκφρ.встретить Новый Год – κάνω Πρωτοχρονιά, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά,1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι, απαντιέμαι.2. συναντιέμαι γι αγώνα•на ринге -лись боксёры στο στίβο συναντήθηκαν οι πυγμάχοι.
3. συναντιέμαι, τυχαίνω να είμαι, να υπάρχω•в книге -лись интересные места στο βιβλίο υπήρξαν ενδιαφέροντα σημεία.
-
18 планеродром
-а α.αεροδρόμιο ανεμοπλάνων, ανεμόπτερων.
См. также в других словарях:
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 627 μ., 6 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 282 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ακρωτηρίου. * * * το… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο — το χώρος που έχει κατάλληλα διευθετηθεί για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Σααρίνεν — (Saarinen). Επώνυμο Φιλανδών αρχιτεκτόνων. 1. Έερο (Κιρκουνούμι, Φιλανδία 1910 Μίσιγκαν 1961). Μετανάστευσε στις ΗΠΑ από τη Φιλανδία το 1923 και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Γαίηλ το 1934. Στην αρχή εργάστηκε με τον πατέρα του Έλιελ, αλλά… … Dictionary of Greek
Nicosia International Airport — Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας Lefkoşa Uluslararası Havaalanı IATA: NIC – ICAO: LCNC Summary Airport type Military (and formerly: joint Civil) … Wikipedia
Araxos Airport — Infobox Airport name = Araxos Airport nativename = el. Αεροδρόμιο Αράξου IATA = GPA ICAO = LGRX type = Military / Public owner = Greek Government operator = Hellenic Civil Aviation Authority city served = Petras, Greece location = Araxos… … Wikipedia
Agrinion Airport — Infobox Airport name = Agrinion Airport nativename = Αεροδρόμιο Αγρινίου IATA = AGQ ICAO = LGAG type = Military owner = operator = location = Agrinion, Aetolia Acarnania, Greece elevation f = 154 elevation m = 47 coordinates =… … Wikipedia
GR-EO16 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 16 (Ethiniki Odos 16) Länge: ca. 132 km Kreuzungspunkte von Nordwest (Thessaloniki) nach Südost ( … Deutsch Wikipedia
GR-EO67 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 67 (Ethiniki Odos 67) Länge: ca. 60 km Kreuzungspunkte von Nordwest (Thessaloniki) nach Südost ( … Deutsch Wikipedia