αεροβατώ
1αεροβατώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …
2αεροβατώ — (Α ἀεροβατῶ, έω) [ἀεροβάτης] βαδίζω στον αέρα (στη Νεοελληνικά με μτφ. σημ.) βρίσκομαι εκτός πραγματικότητας, πετώ στα σύννεφα, είμαι φαντασιόπληκτος αρχ. περπατώ περήφανα, καμαρωτά …
3αεροβατώ — αεροβατούσα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), πλανιέμαι στον αέρα, στα σύννεφα, ονειροπολώ: Αυτός δεν πατά στο χώμα, αεροβατεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀεροβατῶ — ἀεροβατέω depths of air pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀεροβατέω depths of air pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …
5αεροβαίνω — αεροβατώ* (λ. αδόκιμη, πλασμένη από τον Αλέξανδρο Σούτσο) …
6άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …
7αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …
8αιθεροβατώ — αἰθεροβατῶ ( έω) (Α) [aἰθεροβάτης] αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25) …
9αιθεροπλοώ — ( έω) [αιθεροπλόος] πλέω στους αιθέρες, αεροβατώ …
10κενεμβατώ — (Α κενεμβατῶ, έω) (για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό αρχ. 1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.) 2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι …
- 1
- 2