αδρός
1ἁδρός — thick masc nom sg …
2αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …
3αδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. χοντρός, πυκνός: Ο φίλος σου έχει αδρά χαρακτηριστικά. 2. άφθονος, πολύς: Πήρε μια αδρή αμοιβή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἁδρά — ἁδρός thick neut nom/voc/acc pl ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc/acc dual ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ἁδρότερον — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc comp sg …
6ἁδροτάτων — ἁδρός thick fem gen superl pl ἁδρός thick masc/neut gen superl pl …
7ἁδροτέραις — ἁδρός thick fem dat comp pl ἁδροτέρᾱͅς , ἁδρός thick fem dat comp pl (attic) …
8ἁδροτέρων — ἁδρός thick fem gen comp pl ἁδρός thick masc/neut gen comp pl …
9ἁδροτέρως — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp pl (doric) …
10ἁδρόν — ἁδρός thick masc acc sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc sg …