αδικώ
1αδικώ — αδικώ, αδίκησα βλ. πίν. 73 …
2αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …
3αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδικῶ — ἀδικέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδικέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …
5ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
6ἀδίκῳ — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut dat sg …
7ἀδίκωι — ἀδίκῳ , ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut dat sg …
8άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …
9συναδικώ — έω, Α 1. αδικώ μαζί με κάποιον («ἵνα μὴ συναδικήσωσιν ἑτέροις», Θουκ.) 2. (ενεργ. και παθ.) αδικώ επιπροσθέτως («ἅπασι τούτοις ὁ θεὸς συνηδίκηται», Δημόσθ.) …
10ASPHODELI Prata — apud Poetas, quid denotârint, aperit Gregorius Nazianzenus Orat. fun. in Basilium M. de Minoe et Rhadamantho loquens, Quos, ait, Graeci asphodeli pratis et campis censuêre dignos Elysus, quum in opinionem, quemadmodum et nos, Paradisi devenissent …