αδιάλλακτος
1αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀδιάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg …
3αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] …
4ἀδιαλλάκτω — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
5ἀδιαλλάκτως — ἀδιάλλακτος irreconcilable adverbial ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) …
6ἀδιάλλακτον — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg …
7ἀδιαλλάκτοις — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut dat pl …
8ἀδιαλλάκτου — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg …
9ἀδιαλλάκτους — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl …
10ἀδιαλλάκτων — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen pl …