αδελφικός
1αδελφικός — αδελφικός, ή, ό και αδερφικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αδερφούς: Η αδελφική περιουσία ήταν τώρα αρκετά σημαντική. 2. αυτός που μοιάζει, πλησιάζει ό,τι αναφέρεται σε αδερφούς: Αισθανόταν γι αυτόν μια αγάπη αδελφική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2αδελφικός — και αδερφικός, ή, ό (Α ἀδελφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια νεοελλ. αγαπητός σαν αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός. ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα] …
3ἀδελφικά — ἀδελφικός brotherly neut nom/voc/acc pl ἀδελφικά̱ , ἀδελφικός brotherly fem nom/voc/acc dual ἀδελφικά̱ , ἀδελφικός brotherly fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἀδελφικῶν — ἀδελφικός brotherly fem gen pl ἀδελφικός brotherly masc/neut gen pl …
5ἀδελφικόν — ἀδελφικός brotherly masc acc sg ἀδελφικός brotherly neut nom/voc/acc sg …
6ἀδελφικαῖς — ἀδελφικός brotherly fem dat pl …
7ἀδελφικοῖς — ἀδελφικός brotherly masc/neut dat pl …
8ἀδελφικοῦ — ἀδελφικός brotherly masc/neut gen sg …
9ἀδελφικῆς — ἀδελφικός brotherly fem gen sg (attic epic ionic) …
10ἀδελφικῇ — ἀδελφικός brotherly fem dat sg (attic epic ionic) …