αδελφικός
31ԵՂԲԱՅՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0652 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ἁδελφικός fraternus, germanus, um Որ ինչ անկ է եղբարց կամ եղբայրութեան. հարազատական. ... *Եղբայրական ախտակրութիւն, կամ համարձակութիւն, անուն, համբակ. Իգն.: Լմբ …
32αδελφός — ή, ό αδελφικός, στενά συνδεμένος: Η Αίγυπτος και η Συρία είναι αδελφές χώρες. – Ζητούσε, όπως έλεγε, αδελφή ψυχή. αδελφός, ο και αδερφός, ο θηλ. ή και αδέρφι, το (υποκορ. αδελφάκι και αδερφάκι, το) 1. αυτός που έχει και τους δυο γονείς ή μόνο τον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33αδερφικός — ή, ό βλ. αδελφικός, ή, ό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34ἀδελφικάς — ἀδελφικά̱ς , ἀδελφικός brotherly fem acc pl …
35ἀδελφικῆι — ἀδελφικῇ , ἀδελφικός brotherly fem dat sg (attic epic ionic) …
36adelphic — fik adjective Etymology: Greek adelphikos brotherly, sisterly, from adelphos brother + ikos ic : of or relating to a polygynous marriage in which the wives are sisters or to a polyandrous marriage in which the husbands are brothers * * * adelphic …