αδελφικός

  • 21αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …

    Dictionary of Greek

  • 22ισάδελφος — ο (Α ἰσάδελφος, ον) 1. ίσος με αδελφό, αυτός που θεωρείται ή αγαπιέται σαν αδελφός 2. αδελφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἀδελφός] …

    Dictionary of Greek

  • 23καρντάσης — ο αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kardaş] …

    Dictionary of Greek

  • 24κασιγνητικός — κασιγνητικός, ή, όν (Μ) αδελφικὸς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασίγνητος + κατάλ. ικός] …

    Dictionary of Greek

  • 25παναυτάδελφος — παναυτάδελφος, ον (Α) εντελώς αδελφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αὐτάδελφος «αδελφός»] …

    Dictionary of Greek

  • 26συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …

    Dictionary of Greek

  • 27τευτονικός — ή, ό, Ν [Τεύτονες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τεύτονες (α. «τευτονική γλώσσα» ονομασία τής γερμανικής γλώσσας κατά τον απώτατο Μεσαίωνα β. «τευτονικό τάγμα» το τρίτο κατά χρονολογική σειρά από τα μεγάλα μοναχικά ιπποτικά τάγματα που… …

    Dictionary of Greek

  • 28Μίλτον, Τζον — (John Milton, Λονδίνο 1608 – 1674). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στο Christ’s College του Κέιμπριτζ, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1629 και τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αποσύρθηκε στη συνέχεια στο εξοχικό σπίτι… …

    Dictionary of Greek

  • 29Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …

    Dictionary of Greek

  • 30συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …

    Dictionary of Greek