αδελφικός
11ἀδελφική — ἀδελφικός brotherly fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
12ἀδελφικήν — ἀδελφικός brotherly fem acc sg (attic epic ionic) …
13ἀδελφικῶς — ἀδελφικός brotherly adverbial …
14ἀδελφικῷ — ἀδελφικός brotherly masc/neut dat sg …
15αδελφικάτος — και αδερφικάτος, η, ο [αδελφικός] 1. αδελφικός* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα*) 3. επίρρ. αδελφικάτα όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα …
16Adelphikos — The Adelphikos Fraternity (spelled αδελφικός), formed in 1913, is a Grove City College (Pennsylvania, United States) fraternity that originally consisted of 10 members. It was the first Greek lettered organization to be founded at Grove City… …
17αδελφικά — και αδερφικά επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικός. ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι] …
18αδελφικότητα — και αδερφικότητα, η [αδελφικός] 1. η αδελφική σχέση, η συγγένεια αδελφών 2. αδελφική, ειλικρινής αγάπη ή φιλία …
19αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …
20αδελφωτικός — και αδερφωτικός, ή, ό [αδελφός] ο αδελφικός* …