αγόρασα τον
1αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …
3ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …
4βιβλιοθήκη — η 1. έπιπλο με ράφια στα οποία τοποθετούνται βιβλία: Η βιβλιοθήκη που αγόρασα πιάνει όλο τον τοίχο. 2. αίθουσα ή κτίριο όπου φυλάσσονται βιβλία και διατίθενται για χρήση από το κοινό: Δανείζομαι συχνά βιβλία από τη δημοτική βιβλιοθήκη. 3. το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… …
6χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …
7καλαθάς — ο αυτός που κατασκευάζει καλάθια: Αγόρασα δύο καλαθάκια από τον καλαθά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)