αγρός
1ἀγρός — field masc nom sg …
2αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …
3αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …
5Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …
6ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl …
7ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl …
8ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg …
9ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg …
10ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg …