αγοράζω
1ἀγοράζω — frequent the pres subj act 1st sg ἀγοράζω frequent the pres ind act 1st sg …
2αγοράζω — αγοράζω, αγόρασα βλ. πίν. 35 …
3αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… …
4αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀγοράζῃ — ἀγοράζω frequent the pres subj mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres ind mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres subj act 3rd sg …
6ἀγοράσατε — ἀγοράζω frequent the aor imperat act 2nd pl ἀ̱γοράσατε , ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7ἀγοράσουσι — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
8ἀγοράσουσιν — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
9ἠγορασμένα — ἀγοράζω frequent the perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc …
10ἀγοραζομένων — ἀγοράζω frequent the pres part mp fem gen pl ἀγοράζω frequent the pres part mp masc/neut gen pl …