αγλαια
1Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …
4ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …
5αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …
6Αγλαΐα — η κύρ. όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… …
8Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …
9ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) …
10Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) …