αγγ-

  • 1Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 2Papyrus 3 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 3 Zeichen 3 Text …

    Deutsch Wikipedia

  • 3Schweineleberesterase — (Sus scrofa) Isoformen 3 (α, β und γ) …

    Deutsch Wikipedia

  • 4-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 5Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …

    Dictionary of Greek

  • 6Τιτανιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που περιέχει τιτάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτάνιο + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 7βασανίτης — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη oρθοκλάστου και πλαγιοκλάστου (λευκίτη) και μικρής ποσότητας ολιβίνη. Βρίσκεται άφθονο σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως στην κεντρική Ιταλία και ιδιαίτερα στη λάβα του… …

    Dictionary of Greek

  • 8δασοφυλακείο — το το φυλάκιο τού δασοφύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοφύλαξ ( ακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 9δεκασέλιδος — η, ο όποιος έχει δέκα σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σελίς ( ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 10δουλικότητα — η η ιδιότητα τού δουλικού, η δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δουλικότης μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγ. Σ. Βλάχου] …

    Dictionary of Greek